ψύλλων

ψύλλων
ψύλλος
flea
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ψυλλῶν — ψύλλα flea fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PULEX — Arabibus pater saltus, nec enim solum anterius, sed et retrorsum mirum in modum salit, ut venatorem fugiat. Hinc in Nebulis Aristophanes, ut Socratem doceat de rebus nil Lili philosophari, fingit illum pulicis saltum dimetiri et saltu suô… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αφανίπετρα ή σιφωνόπτερα — Τάξη εντόμων, χωρίς φτερά, με διαστάσεις μικρές και σώμα πεπλατυσμένο· έχουν ισχυρά πόδια που τους επιτρέπουν να πραγματοποιούν μεγάλα άλματα. Τα α. υφίστανται μια πλήρη μεταμόρφωση· είναι παράσιτα των θηλαστικών και των πουλιών, από τα οποία… …   Dictionary of Greek

  • PARIANI — populus in Hellesponto, qui Amorem Deum venerantur. Eorum urbs Parium, quod a Pari Insul. incolis conditum est. Ο᾿φιογενεῖς dicuntur Straboni l. 13. ubi addit: Μύθευον δὲ τὸν ἀρχηγέτην τοῦ γένους ἥρωά τινα μεταβαλεῖν ἐζ ὄφεως᾿ τάχα δε τῶ Ψυλλῶν… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PSYLLA vel. PSYLLIUM — urbs Bithyniae, non procul ab Heraclea, Stephan. nomen habet a ψύλλα, i. e. pulex. Quemadmodum ab eadem origine Psyllus viri nomen est, in Menandri Messenia, apud Suidam: et οἱ κύνες οἱ ψυλλικοὶ, Psyllici canes, ab Achaiae urbe dicti, apud… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πανώλη — Οξεία λοιμώδης νόσος που προκαλείται από την παστερέλα της πανώλους (pasteurela pestiv), ένα κοκκοβακτηρίδιο το οποίο προκαλεί συνήθως επιζωοτίες σε μερικά είδη ποντικών· η νόσος μεταδίδεται στον άνθρωπο από τους ποντικούς όταν οι ψύλλοι, που… …   Dictionary of Greek

  • σαρκόψυλλος — ο, Ν ζωολ. γένος ψύλλων τών θερμών περιοχών τής Γης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sarcopsylla (< σάρξ, σαρκός + ψύλλα / ψύλλος)] …   Dictionary of Greek

  • ψυλλικός — ή, όν, Α [Ψύλλος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έθνος τών Ψύλλων 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ψυλλικοί είδος σκύλων 3. (το αρσ. ως κύριο όν.) Ψυλλικός κόλπος τής Κυρηναϊκής …   Dictionary of Greek

  • παρασιτοκτονία — Η καταστροφή των πολυκύτταρων ζωικών οργανισμών που είναι βλαβεροί για τον άνθρωπο, είτε αυτοί οι ίδιοι είτε ως φορείς ασθενειών. Η καταπολέμηση μπορεί να γίνει στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό του οργανισμού· στην πρώτη περίπτωση η π. συμπίπτει με… …   Dictionary of Greek

  • Φίσαρτ, Γιόχαν — (Fischart, 1546 – 1590). Γερμανός λόγιος. Ήταν ανθρωπιστής και διακρίθηκε για την πολύμορφη παιδεία του. Μετέφρασε και διασκεύασε πολλά έργα, ανάμεσα στα οποία και τον Γαργαντούα του Ραμπελέ. Τα πλέον πρωτότυπα έργα του είναι πάντως εκείνα στα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”